σύντεκνος

σύντεκνος
ο
θηλ. συντέκνισσα κουμπάρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύντεκνος — foster brother masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντεκνος — ο, η, θηλ. και συντέκνισσα, ΝΜ, θηλ. και συντέκνη Μ κουμπάρος μσν. 1. παράνυμφος 2. αυτός που έχει ανατραφεί ως αδελφός ή ως αδελφή σε σχέση με τα παιδιά εκείνου που τόν ανέθρεψε. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. ἔν τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • συντέκνου — σύντεκνος foster brother masc gen sg συντεκνόω breed pres imperat act 2nd sg συντεκνόω breed imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντεκνε — σύντεκνος foster brother masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντεκνον — σύντεκνος foster brother masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοσύντεκνος — καλοσύντεκνος, ον (Μ) στενός φίλος, σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + σύντεκνος] …   Dictionary of Greek

  • κουμπάρος — ο, θηλ. κουμπάρα (Μ κουμπάρος) 1. αυτός που αλλάζει τα γαμήλια στέφανα ή ο μάρτυρας σε πολιτικό γάμο 2. αυτός που βαφτίζει κάποιον, ο ανάδοχος 3. φιλική προσφώνηση μεταξύ και αγνώστων ακόμη χωρικών νεοελλ. 1. φρ. «τού κουμπάρου τ άχερα» δημώδης… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συντέκνη — ἡ, Μ βλ. σύντεκνος …   Dictionary of Greek

  • συντέκνισσα — η, ΝΜ βλ. σύντεκνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”